- κόρη
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα.
* * *η (ΑM κόρη, Α ιων. τ. κούρη, δωρ. και αιολ. τ. κόρα, δωρ. τ. και κώρα)1. θυγατέρα, το παιδί θηλυκού γένους, το κορίτσι, σε αντιδιαστολή με το αγόρι (α. «έχει τρεις κόρες κι έναν γιο» β. «η κόρη του σπουδάζει στην Αγγλία» γ. «ἀσκήσεων ἀρρένων καὶ θηλειῶν κορῶν», Πλάτ.δ. «Διὸς κόρη» — η Αθηνά, Αισχύλ.)2. παρθένα (α. «τρεις μήνες παντρεμένη κι είναι ακόμα κόρη» β. «κόρην γάρ, οἶμαι, δ' οὐκέτ', ἀλλ' ἐζευγμένην», Σοφ.)3. νέα γυναίκα, κοπέλα (α. «τώρα που τούτη η κόρη φαίνεται, το χόρτο γένεται άνθι απαλό», Σολωμ.β. «Τρωάδες κόραι», Ευρ.)4. αρχ. τύπος αγάλματος τής αρχαίας ελληνικής γλυπτικής, χαρακτηριστικού τής αρχαϊκής περιόδου, που παριστάνει όρθια ντυμένη γυναικεία μορφή η οποία συνήθως με το ένα χέρι στο στήθος ή προτεταμένο κρατά ένα πουλί ή έναν καρπό και με το άλλο σηκώνει ελαφρά τα ενδύματά της5. το άνοιγμα στο κέντρο τής ίριδας τού ματιού μέσα από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες προς τον κρυσταλλοειδή φακό («ὃ δὴ καὶ κόρην καλοῡμεν,...εἴδωλον ὄν τι τοῡ ἐμβλέποντος», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. «ως κόρην οφθαλμού» — με μεγάλη προσοχή και στοργή, ως το πολυτιμότερο πράγμα(νεοελλ.-μσν.)1. αρχοντοπούλα2. η αγαπημένη3. η Παναγίαμσν.-αρχ.νεαρή σύζυγος, νιόπαντρηαρχ.1. άγαλμα νεαρής γυναίκας2. μακρύ μανίκι που κάλυπτε όλο το χέρι και εκτεινόταν και πέρα απ' αυτό («ὅτι αὐτᾦ ἀπαντῶντες οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῑρας», Ξεν.)3. είδος θάμνου, το υπέρεικον*4. μτφ. α) αποικίαβ) πλοίο που διαπλέει τη θάλασσα για πρώτη φορά5. κούκλα, πλαγγόνα6. συνεκδ. η αττική δραχμή, επειδή απεικόνιζε κεφαλή τής Αθηνάς7. προσωνυμία παρθένων θεαινών ή νυμφών ανεξάρτητα από ηλικία8. ως κύριο όν. ἡ Κόρη(στην Αττική) η κόρη τής Δήμητρος, η Περσεφόνη («τὰ Δήμητρος καὶ κόρης ἄρρητα ἱερά», Ξεν.)9. φρ. (στους κωμικούς) «Δήμητρος κόρη» ή «Δηοῡς κόρη» — το αλεύρι («μεμαγμένη Δήμητρος κόρη», Εύβουλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού κόρος*. Η κόρη τού ματιού ονομάστηκε έτσι επειδή σ' αυτήν διακρίνεται το οπτικό είδωλο.ΠΑΡ. κοράσι(ον), κορικόςαρχ.κοραίος, κόρειος, κορεύομαι, κορίδιον, κορίλλα, Κόριννα, κόριον, κορίσκη, κορύδιοναρχ.-μσν.κορίζομαιμσν.- νεοελλ.κορίτσι.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. Κοράγια, Κοραγοί. (Β' συνθετικό) αρχ. τετρακόρη, ψευδοκόρηνεοελλ.ακριβοκόρη, αρχοντοκόρη, βασιλοκόρη, γεροντοκόρη, διαβολοκόρη, λεβεντοκόρη, μοναχοκόρη, παρακόρη, ρηγοκόρη, τρελοκόρη, ψυχοκόρη].
Dictionary of Greek. 2013.